Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δαλερός — ά, όν (Α) [δαλός] καυτός … Dictionary of Greek
δαλερόν — δαλερός burning masc acc sg δαλερός burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαλεροῦ — δαλερός burning masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)